δασμολόγια

δασμολόγια
η (Α δασμολόγια) [δασμολόγος]
νεοελλ.
η δασμολόγηση
αρχ.
η φορολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δασμολογία — δασμολογίᾱ , δασμολογία collection of tribute fem nom/voc/acc dual δασμολογίᾱ , δασμολογία collection of tribute fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμολογίας — δασμολογίᾱς , δασμολογία collection of tribute fem acc pl δασμολογίᾱς , δασμολογία collection of tribute fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμολογίαν — δασμολογίᾱν , δασμολογία collection of tribute fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμολογιῶν — δασμολογία collection of tribute fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασμολογικός — και δασμολογιακός, ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασμολόγια ή στο δασμολόγιο 2. φρ. «δασμολογική προστασία» το σύνολο τών οικονομικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία ενός κλάδου τής παραγωγής από τον ξένο ανταγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη ελεύθερων συναλλαγών — Συνεργασία που πραγματοποιείται με διεθνή σύμβαση και με την οποία δύο ή περισσότερα κράτη αποφασίζουν να καταργήσουν στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις τους τελωνειακούς φραγμούς και κάθε άλλη μορφή περιορισμού των ανταλλαγών, διατηρώντας όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”